Fragkouli | Canti Orfici
La poesia contemporanea greca è ampiamente tradotta e conosciuta in Italia. Non altrettanto si può dire della poesia italiana in Grecia, dove manca, anche nelle università, una vera scuola di traduttori dall’italiano, e dove la diffusione della nostra poesia risponde a esigenze editoriali episodiche e casuali, ed è affidata spesso a dilettanti non all’altezza del compito, come testimonia la pubblicazione di qualche antologia piuttosto raffazzonata. Una grave lacuna è stata ora colmata dalla traduzione integrale dei Canti orfici di Dino Campana grazie all’impegno di una giovane studiosa, Maria Fragkouli, e di un piccolo coraggioso editore ateniese Perispomeni che ha già pubblicato traduzioni greche di alcuni dei grandi poeti dell’Otto-Novecento, come Hölderlin, Angelus Silesius, Schiller, Novalis, Rilke, Trakl, Valéry, Bonnefoy, Leonard Cohen, Ko Un e altri. Si tratta di un pregevole volume di 332 pagine, con testo italiano a fronte, prefazione di Gabriel Cacho Millet e postfazione di Silvio Ramat, con un ricco apparato di note e una esauriente biografia. Particolarmente accurata e felice la traduzione.
VIAGGIO A MONTEVIDEO
Io vidi dal ponte della nave
I colli di Spagna
Svanire, nel verde
Dentro il crepuscolo d’oro la bruna terra celando
Come una melodia:
D’ignota scena fanciulla sola
Come una melodia
Blu, su la riva dei colli ancora tremare una viola…..
Illanguidiva la sera celeste sul mare:
Pure i dorati silenzii ad ora ad ora dell’ale
Varcaron lentamente in un azzurreggiare:….
Lontani tinti dei varii colori
Dai più lontani silenzii
Ne la celeste sera varcaron gli uccelli d’oro: la nave
Già cieca varcando battendo la tenebra
Coi nostri naufraghi cuori
Battendo la tenebra l’ale celeste sul mare.
Ma un giorno
Salirono sopra la nave le gravi matrone di Spagna
Da gli occhi torbidi e angelici
Dai seni gravidi di vertigine. Quando
In una baia profonda di un’isola equatoriale
In una baia tranquilla e profonda assai più del cielo notturno
Noi vedemmo sorgere nella luce incantata
Una bianca città addormentata
Ai piedi dei picchi altissimi dei vulcani spenti
Nel soffio torbido dell’equatore: finchè
Dopo molte grida e molte ombre di un paese ignoto,
Dopo molto cigolìo di catene e molto acceso fervore
Noi lasciammo la città equatoriale
Verso l’inquieto mare notturno.
Andavamo andavamo, per giorni e per giorni: le navi
Gravi di vele molli di caldi soffi incontro passavano lente:
Sì presso di sul cassero a noi ne appariva bronzina
Una fanciulla della razza nuova,
Occhi lucenti e le vesti al vento! ed ecco: selvaggia a la fine di un giorno che apparve
La riva selvaggia là giù sopra la sconfinata marina:
E vidi come cavalle
Vertiginose che si scioglievano le dune
Verso la prateria senza fine
Deserta senza le case umane
E noi volgemmo fuggendo le dune che apparve
Su un mare giallo della portentosa dovizia del fiume,
Del continente nuovo la capitale marina.
Limpido fresco ed elettrico era il lume
Della sera e là le alte case parevan deserte
Laggiù sul mar del pirata
De la città abbandonata
Tra il mare giallo e le dune . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΒΙΔΕΟ
Από τη γέφυρα του πλοίου είδα
Τους λόφους της Ισπανίας
Να χάνονται, ενώ μες στο χρυσό
Λυκόφως η καστανή γη έκρυβε στο πράσινο
Κάτι σαν μελωδία:
Κορίτσι μοναχικό σε άγνωστο σκηνικό
Σαν μελωδία
Μπλε, στην πλαγιά των λόφων να τρέμει ακόμη μια βιόλα…..
Το γαλανό βράδυ εξασθενούσε πάνω στη θάλασσα:
Μέχρι και οι χρυσαφένιες σιωπές των φτερών κάθε τόσο
Πέρασαν αργά μέσα σ’ ένα γαλάζιο που κυάνιζε:….
Από μακριά βαμμένα με ποικίλα χρώματα
Από τις πιο μακρινές σιωπές
Πέρασαν τα χρυσά πουλιά μες στο γαλανό βράδυ: διασχίζοντας
Το ήδη τυφλό πλοίο με τις ναυαγισμένες μας καρδιές
Τα φτερά χτυπώντας το σκοτάδι
Χτυπώντας το γαλανό σκοτάδι πάνω στη θάλασσα.
Μια μέρα όμως
Ανέβηκαν στο πλοίο οι στιβαρές ματρόνες της Ισπανίας
Με θολά και αγγελικά μάτια
Με στήθη κατάφορτα από ίλιγγο. Όταν
Σ’ έναν βαθύ κόλπο ενός νησιού του Ισημερινού
Σ’ έναν κόλπο ήρεμο και βαθύ πιο πολύ από τον νυχτερινό ουρανό
Είδαμε να προβάλλει στο μαγικό φως
Μια λευκή πόλη αποκοιμισμένη
Στους πρόποδες των πανύψηλων κορυφών σβησμένων ηφαιστείων
Μες στον θολό ισημερινό άνεμο: ώσπου
Μετά από πολλές φωνές και πολλές σκιές μιας άγνωστης χώρας,
Μετά από πολύ τρίξιμο αλυσίδων και πολλή φλογερή ζέση
Αφήσαμε την πόλη του Ισημερινού
Για την ταραγμένη νυχτερινή θάλασσα.
Πλέαμε και πλέαμε, για μέρες και μέρες: τα πλοία
Βαριά με μαλακά πανιά με ζεστούς ανέμους περνούσαν αργά από μπροστά μας:
Τόσο κοντά πάνω στο κάσαρο μάς φαινόταν μπρούντζινο
Ένα κορίτσι της νέας φυλής,
Με λαμπερά μάτια και ρούχα ν’ ανεμίζουν! και να: άγρια που φάνηκε στο τέλος μιας μέρας
Η άγρια ακτή εκεί κάτω στην ατέλειωτη θάλασσα:
Και είδα σαν φοράδες
Ιλιγγιώδεις τους αμμόλοφους ν’ απλώνονται
Προς την ατέρμονη πραιρία
Έρημη δίχως σπίτια ανθρώπων
Και στρίψαμε αποφεύγοντας τους αμμόλοφους ώσπου φάνηκε
Σε μια κίτρινη θάλασσα της θαυμαστής αφθονίας του ποταμού,
Η θαλασσινή πρωτεύουσα της νέας ηπείρου.
Διαυγές δροσερό και ηλεκτρικό ήταν το φέγγος
Της βραδιάς κι εκεί τα ψηλά σπίτια φάνταζαν έρημα
Εκεί κάτω στη θάλασσα του πειρατή
Της πόλης που αφήσαμε πίσω
Ανάμεσα στην κίτρινη θάλασσα και στους αμμόλοφους. . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
CREPUSCOLO MEDITERRANEO
Crepuscolo mediterraneo perpetuato di voci che nella sera si esaltano, di lampade che si accendono, chi t’inscenò nel cielo più vasta più ardente del sole notturna estate mediterranea? Chi può dirsi felice che non vide le tue piazze felici, i vichi dove ancora in alto battaglia glorioso il lungo giorno in fantasmi d’oro, nel mentre a l’ombra dei lampioni verdi nell’arabesco di marmo un mito si cova che torce le braccia di marmo verso i tuoi dorati fantasmi, notturna estate mediterranea? Chi può dirsi felice che non vide le tue piazze felici? E le tue vie tortuose di palazzi e palazzi marini e dove il mito si cova? Mentre dalle volte un altro mito si cova che illumina solitaria limpida cubica la lampada colossale a spigoli verdi? Ed ecco che sul tuo porto fumoso di antenne, ecco che sul tuo porto fumoso di molli cordami dorati, per le tue vie mi appaiono in grave incesso giovani forme, di già presaghe al cuore di una bellezza immortale appaiono rilevando al passo un lato della persona gloriosa, del puro viso ove l’occhio rideva nel tenero agile ovale. Suonavano le chitarre all’incesso della dea. Profumi varii gravavano l’aria, l’accordo delle chitarre si addolciva da un vico ambiguo nell’armonioso clamore della via che ripida calava al mare. Le insegne rosse delle botteghe promettevano vini d’oriente dal profondo splendore opalino mentre a me trepidante la vita passava avanti nelle immortali forme serene. E l’amaro, l’acuto balbettìo del mare subito spento all’angolo di una via: spento, apparso e subito spento!
Il Dio d’oro del crepuscolo bacia le grandi figure sbiadite sui muri degli alti palazzi, le grandi figure che anelano a lui come a un più antico ricordo di gloria e di gioia. Un bizzarro palazzo settecentesco sporge all’angolo di una via, signorile e fatuo, fatuo della sua antica nobiltà mediterranea. Ai piccoli balconi i sostegni di marmo si attorcono in sé stessi con bizzarria. La grande finestra verde chiude nel segreto delle imposte la capricciosa speculatrice, la tiranna agile bruno rosata, e la via barocca vive di una duplice vita: in alto nei trofei di gesso di una chiesa gli angioli paffuti e bianchi sciolgono la loro pompa convenzionale mentre che sulla via le perfide fanciulle brune mediterranee, brunite d’ombra e di luce, si bisbigliano all’orecchio al riparo delle ali teatrali e pare fuggano cacciate verso qualche inferno in quell’esplosione di gioia barocca: mentre tutto tutto si annega nel dolce rumore dell’ali sbattute degli angioli che riempie la via.
ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ ΛΥΚΟΦΩΣ
Μεσογειακό λυκόφως διαιωνιζόμενο με φωνές που το βράδυ εντείνονται, με λάμπες που ανάβουν, ποιος σε σκηνοθέτησε στον ουρανό πιο αχανές πιο φλεγόμενο από τον ήλιο, μεσογειακό νυχτερινό καλοκαίρι; Ποιος άραγε δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες πλατείες σου, τα σοκάκια όπου ψηλά ακόμη μάχεται ένδοξη η ατέλειωτη μέρα σε χρυσά φαντάσματα, ενώ στη σκιά των πράσινων φαναριών στο αραβούργημα του μαρμάρου ένας μύθος υποβόσκει που συστρέφει τα μαρμάρινα χέρια προς τα χρυσαφένια σου φαντάσματα, μεσογειακό νυχτερινό καλοκαίρι; Ποιος δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες πλατείες σου; Και τους ελικοειδείς δρόμους σου με μέγαρα και θαλασσινά μέγαρα όπου ο μύθος υποβόσκει; Ενώ στους θόλους ένας άλλος μύθος υποβόσκει που τον φωτίζει μοναχική διάφανη κυβοειδής η κολοσσιαία λάμπα με τις πράσινες απολήξεις; Και να που στο θολό λιμάνι σου με τις αντένες, να που στο θολό λιμάνι σου με τα μαλακά χρυσαφένια ξάρτια, στους δρόμους σου μου φανερώνονται με βαρύ μεγαλοπρεπές βάδισμα νεανικές μορφές, που ήδη προμηνύουν στην καρδιά μιαν αθάνατη ομορφιά φανερώνονται αναδεικνύοντας με το πέρασμα μια πλευρά του ένδοξου ατόμου, του αγνού προσώπου όπου το μάτι γελούσε πάνω στο τρυφερό λυγερό οβάλ σχήμα του. Έπαιζαν οι κιθάρες στο μεγαλοπρεπές βάδισμα της θεάς. Διάφορα αρώματα βάραιναν την ατμόσφαιρα, η συγχορδία των κιθάρων γινόταν γλυκύτερη από ένα ύποπτο σοκάκι στην αρμονική οχλοβοή του δρόμου που κατέβαινε απόκρημνος στη θάλασσα. Οι κόκκινες επιγραφές των μαγαζιών υπόσχονταν ανατολίτικα κρασιά με βαθιά οπάλινη λάμψη ενώ μπροστά μου αγωνιώντας η ζωή περνούσε με τις γαλήνιες αθάνατες μορφές. Και το πικρό, το διαπεραστικό ψέλλισμα της θάλασσας αμέσως χάθηκε στη γωνιά ενός δρόμου: χάθηκε, φανερώθηκε και χάθηκε αμέσως!
Ο χρυσός Θεός του λυκόφωτος φιλά τις ξεθωριασμένες μεγάλες φιγούρες στους τοίχους των ψηλών μεγάρων, τις μεγάλες φιγούρες που τον ποθούσαν όπως μια παλαιότερη ανάμνηση δόξας και χαράς. Ένα αλλόκοτο μέγαρο του δεκάτου ογδόου αιώνα προεξέχει στη γωνιά ενός δρόμου, αρχοντικό και μάταιο, μάταιο με την αλλοτινή μεσογειακή αριστοκρατικότητά του. Στα μικρά μπαλκόνια τα μαρμάρινα υποστηρίγματα συστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους αλλόκοτα. Το μεγάλο πράσινο παράθυρο κλείνει στο μυστικό των παραθυρόφυλλων την καπριτσιόζα εκμεταλλεύτρια, τη λυγερή ροδοκάστανη τύραννο, και ο μπαρόκ δρόμος ζει με μια διπλή ζωή: ψηλά στα γύψινα τρόπαια μιας εκκλησίας οι στρουμπουλοί λευκοί άγγελοι διαλύουν τη συμβατική τους πομπή ενώ στον δρόμο τα δόλια μελαχρινά μεσογειακά κορίτσια, μπρούντζινα από σκιά και φως, ψιθυρίζουν το ένα στο αυτί του άλλου προστατευμένα από τα θεατρικά φτερά και σαν να φεύγουν κυνηγημένα προς κάποια κόλαση μέσα σ’ εκείνη την έκρηξη μπαρόκ χαράς: ενώ όλα όλα πνίγονται στον γλυκό θόρυβο από το φτεροκόπημα των αγγέλων που γεμίζει τον δρόμο.
Prefazione da “Cronache” di Angela Urbano
Photo by Spencer Davis