Regkas | Four poems on loss
Underneath plane trees
underneath plane trees
that once protected me
I throw a stone
into the space –
I look down impatiently;
it anguishes over
the water’s absence
~*~
κάτω από πλατάνια
κάτω από πλατάνια
που κάποτε με προστάτευαν
ρίχνω μια πέτρα
στο κενό –
κοιτάζω κάτω ανυπόμονα·
αυτή αγωνιά
πως το νερό θ’ απουσιάζει
The rule of innocence
Innocence fell to Earth
As the snow falls
gently, cautiously
desiring to melt
It landed on four feet –
could have been two
It looked around, at the furniture,
the trees, the buildings,
the ranges of land, the creatures exactly
as one senses
an invisible, great danger
It was nonchalant
and scarcely peculiar
It only wanted a few things, but
was not at all sure
what it was that it didn’t want
We trick the children,
and let them play
nearby with the earth
The earth, the soft
sweet earth, in which
we deposited the unfortunate
and the fortunate ones
~*~
Ο κανόνας της αθωότητας
Η αθωότητα έπεσε στη γη
όπως πέφτει το χιόνι
απαλά, επιφυλακτικά
επιθυμώντας να λιώσει
Προσγειώθηκε σε τέσσερα πόδια –
θα μπορούσαν να είναι και δύο
Κοίταξε γύρω της, τα έπιπλα,
τα δέντρα, τα κτίρια,
τις εκτάσεις, τα πλάσματα ακριβώς
με τον τρόπο που κανείς διαισθάνεται
τον μεγάλο, αόρατο κίνδυνο
Ήταν νωχελική
και ελάχιστα ιδιόρρυθμη
Ήθελε λίγα μόνο πράγματα, μα
δεν ήταν καθόλου βέβαιη
τι ήταν αυτό που δεν ήθελε
Ξεγελάμε τα παιδιά,
τα βάζουμε να παίζουν
παραδίπλα με το χώμα
Το χώμα, το μαλακό
γλυκό χώμα, που μέσα του
αποθέσαμε άτυχους
και τυχερούς
If I wiped your shadow
if I wiped your shadow
like ashes and dry leaves
it wouldn’t be enough if
I piled the air that
you traversed indifferently,
sharp as a question it
wouldn’t be enough if I closed
my eyes whenever you stared
in my direction
and gathered your tones
as one listens to the waves
that twist and turn it wouldn’t
be enough if you left (and
you did) at the exact moment
when everything was falling into place
(and it fell) calling all
the elements not to help
but to cooperate
throughout the ages
it wouldn’t be enough
~*~
αν σκούπιζα τη σκιά σου
αν σκούπιζα τη σκιά σου
σαν στάχτη και ξερά φύλλα
δεν θα ήταν αρκετό αν
αποθήκευα τον αέρα που
διέσχισες με ύφος αδιάφορο
κι αιχμηρό σαν ερώτημα δεν
θα ήταν αρκετό αν έκλεινα
τα μάτια μου όποτε κοίταζες
προς τη μεριά μου
και άκουγα τους ήχους σου
όπως ακούει κανείς τα κύματα
που συστρέφονται δεν θα
ήταν αρκετό αν έφευγες (και
έφυγες) ακριβώς τη στιγμή
που τα πάντα έπεφταν στη θέση τους
(και έπεσαν) καλώντας όλα
τα στοιχεία όχι σε βοήθεια
μα σε συνεργασία
που θα κρατήσει
για αιώνες
δεν θα ήταν αρκετό
Abrupt August | to Mitsos
There’s a sudden dampness
I’m sitting under the oak tree
and do crosswords
I don’t know how you felt
about dampness, I guess
it should tire you out – you
were now different,
your body had gotten
cumbersome; and souls
follow bodies
I’m not sure when
was the last time I saw you –
I easily forget
the strings of lives.
I guess at that exhibition
of your bizarre creations.
I often thought of calling you
but didn’t, and I hadn’t answered
your last message – I was planning
to see you in the fall,
when there’s time for everything
Now I’m waiting, in three days
I’ll set eyes for the last time
on your face, or maybe
on an object
that supplants it
And what could I
carry in return to your
utterly uncommon existence
Now that you
cannot accept
nothing no more
~*~
Απότομος Αύγουστος | στον Μήτσο
Έχει βάλει μια ξαφνική υγρασία
Κάθομαι κάτω από τη βελανιδιά
και λύνω σταυρόλεξα, ξεχνιέμαι
Δεν ξέρω πώς αισθανόσουν
για την υγρασία, υποθέτω
θα σε κούραζε – είχες βαρύνει,
το κορμί σου ήταν πλέον
δυσκίνητο· και η ψυχή
ακολουθεί το κορμί
Δεν είμαι σίγουρος
για την τελευταία φορά που σε είδα –
Ξεχνάω εύκολα
τις αλληλουχίες της ζωής
Μάλλον ήταν
σ’ εκείνη την έκθεση
με τις αλλόκοτες δημιουργίες σου
Σκεφτόμουν συχνά να σε καλέσω
μα δεν το έκανα, και δεν είχα απαντήσει
στο τελευταίο μήνυμά σου – σχεδίαζα
να σε δω το φθινόπωρο,
τότε που είναι να γίνουν όλα
Τώρα περιμένω, σε τρεις μέρες
θα αντικρίσω για τελευταία
φορά το πρόσωπό σου, ή ίσως
ένα αντικείμενο
που θα το παριστάνει
Και τι θα μπορούσα
να κουβαλήσω ως ανταπόδοση
στην τελείως ασυνήθιστή σου ύπαρξη
Τώρα που πια
δεν μπορείς
τίποτα να δεχτείς
Foto di kevin laminto